- θυσία
- Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των πρώτων δηλαδή καρπών της συγκομιδής), το δώρο και το θυσιαστικό γεύμα.
Η προσφορά των απαρχών βασίζεται στην ιδέα ότι τα καταναλώσιμα αγαθά δεν ανήκουν στον άνθρωπο, αλλά στο εξωανθρώπινο ον και για αυτό πρέπει να εξαγοραστούν με ειδική τελετουργία για τον σκοπό αυτό. Με την τελετουργία αυτή παραχωρείται ένα μικρό μέρος του αγαθού, ενώ το υπόλοιπο καταναλώνεται. Ειδικότερα, κάθε καταναλώσιμο αγαθό είναι ιερό, γι’ αυτό πριν από την κατανάλωσή του πρέπει να του αφαιρεθεί η ιδιότητα του ιερού: έτσι η τελετουργία της προσφοράς των απαρχών είναι τελετουργία αφαγίασης.
Στους πολιτισμούς των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών η προσφορά των απαρχών περιλάμβανε ένα τμήμα του σκοτωμένου ζώου ή της λείας, που αφηνόταν στο δάσος και αφιερωνόταν τελετουργικά στον κύριο των ζώων, στο ύψιστο ον, στα πνεύματα του δάσους κλπ., ανάλογα με τα διάφορα όντα που ενσάρκωναν στις διάφορες θρησκείες την ιδέα του εξωανθρώπινου. Στους κτηνοτροφικούς πολιτισμούς η προσφορά των απαρχών μπορούσε να είναι η θ. του πρωτογέννητου του κοπαδιού, όπως συνέβαινε στην αρχαία εβραϊκή θρησκεία. Στους γεωργικούς πολιτισμούς προσφέρονταν οι απαρχές της συγκομιδής, πριν ακόμα αρχίσει να καταναλώνεται.
Οι θ. συνηθίζονταν και από τους αρχαίους Έλληνες: απάντων απαρχαί, απαρχαί σκυλευμάτων (της λείας του πολέμου), απαρχαί των ωραίων (των ωριμασμένων καρπών) καθώς επίσης και ανθρώπων απαρχαί κ.ά.
Η θ.-δώρο συνιστά το αντίθετο της προσφοράς των απαρχών. Δηλαδή, σε αντίθεση με τον αφαγιασμό, αυτή περιλαμβάνει τον αγιασμό του προσφερόμενου αντικειμένου. Το αγαθό που θυσιάζεται θεωρείται ότι ανήκει στον άνθρωπο και προσφέρεται σε υπεράνθρωπα όντα, για να δημιουργηθεί λατρευτική σχέση με αυτά: το πέρασμα της ανθρώπινης ιδιοκτησίας στην υπεράνθρωπη ιδιοκτησία συντελείται με τη μεσολάβηση μιας τελετουργίας καθαγίασης. Η θ.-δώρο, σύμφωνα με μία πολύ διαδεδομένη αντίληψη, η οποία ταυτίζει τον κάτοχο ενός αντικειμένου με το ίδιο το αντικείμενο, μπορεί να σημαίνει επίσης την προσφορά του ίδιου του κατόχου του αγαθού στο υπεράνθρωπο ον, για να πραγματοποιηθεί η στενότερη δυνατή λατρευτική σχέση. Όπως προκύπτει από τους πολιτισμούς (Βόρεια Αμερική, Ωκεανία) στους οποίους το δώρο συνιστά σημαντικό θεσμό, η πράξη της προσφοράς του αποτελεί έναν τρόπο για να αποκατασταθεί ο δεσμός με κάποιον που δημιουργεί κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες υπερβαίνουν την καθαρά πρακτική αξία του αντικείμενου που δωρίζεται.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία, σε όλες τις κατά τόπους παραλλαγές της, χαρακτηρίζεται έντονα από τη θ.-δώρο (ανάθημα, χαριστήριον, ευχαριστήριον). Οι προσφορές αυτές τελούνταν από τους πιστούς είτε για να εκπληρώσουν ανάλογες υποσχέσεις τους στους θεούς είτε αυθόρμητα, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στο θείο για τα καλά που τους έχει χαρίσει: νίκη στον πόλεμο, ανάρρωση από μία αρρώστια, γέννηση ενός παιδιού, αίσιο ταξίδι και πολλά άλλα, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας αγαθά. Τα δώρα παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία: μπορούσαν να είναι ένα ταπεινό γεωργικό εργαλείο, ένα ένδυμα ή λουλουδένιο στεφάνι ή πολυδάπανες προσφορές, όπως για παράδειγμα ένας μεγαλοπρεπής ναός. Τα δώρα αυτά προορίζονταν για την αποκλειστική χρήση ενός θεού.
Το θυσιαστικό γεύμα μπορεί επίσης να δημιουργήσει σχέση με το ον που λατρεύεται. Εδώ το μέσο παρέχεται με ένα κοινό γεύμα μεταξύ του ανθρώπου και του υπερανθρώπινου όντος, ανάλογα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις· αυτό που προορίζεται για το υπερανθρώπινο ον καίγεται στη φωτιά της θ. Η θ.-κοινωνία, εκτός από τη σχέση με το υπερανθρώπινο ον, δημιουργεί και έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ αυτών που συμμετέχουν, οι οποίοι τρώνε ένα μέρος του θύματος. Ιδιαίτερη μορφή της θ. αυτής είναι εκείνη κατά την οποία το θύμα, ύστερα από μία τελετουργία, μετατρέπεται μυστικά στον ίδιο τον λατρευόμενο θεό, δοξασία που έχει συμβολικό χαρακτήρα.
Στο θυσιαστικό γεύμα εντάσσεται η κλασική μορφή της αρχαίας ελληνικής θ. Ήταν η πιο διαδεδομένη τελετουργία στις ελληνικές θρησκείες και τελείωνε με ένα κοινό γεύμα, αφού προηγουμένως καιγόταν επίσημα και τελετουργικά, με ένα αυστηρό τυπικό πάνω στον βωμό, μία μερίδα από το κρέας. Μια ιδιότυπη θ. βοδιού, τα Βουφόνια, γινόταν στην αρχαία Αθήνα μία φορά τον χρόνο, στη γιορτή των Διιπολίων (14 Σκιροφορίωνα), προς τιμήν του Πολιέα Δία, πάνω στην Ακρόπολη. Τα στοιχεία της θ. αυτής ήταν η επιλογή του βοδιού (διάλεγαν εκείνο που θα πλησίαζε τον βωμό να φάει τους σπόρους που προορίζονταν για προσφορά), o φόνος του ζώου και το κοινό φάγωμα του κρέατός του (πιθανώς άψητου) από τους παρευρισκομένους, η μιμική παράσταση του ξαναζωντανέματος του ζώου (γέμιζαν το τομάρι του με χόρτα και το έστηναν στα πόδια του, δήθεν για να οργώσει) και η δίκη για τον φόνο του βοδιού (η ευθύνη μετατοπιζόταν διαδοχικά από τις παρθένες που είχαν φέρει το νερό για να ακονιστεί το τσεκούρι, σε αυτούς που το είχαν ακονίσει, σε εκείνον που τους το είχε δώσει για ακόνισμα, στον βουφόνο και, τέλος, στο ίδιο το τσεκούρι, το οποίο καταδικαζόταν και το πετούσαν στη θάλασσα).
To στοιχείο της δίκης μαρτυρά την αρχαιότητα του εθίμου και το ανάγει σε τοτεμικούς χρόνους: στους τοτεμικούς λαούς, που σκότωναν και έτρωγαν το τοτέμ. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, οι θύτες έπρεπε, πριν σκοτώσουν το ζώο, να προβάλουν μια σειρά από δικαιολογίες και να ζητήσουν συγγνώμη· όποιος παρέλειπε να κάνει κάτι τέτοιο, καταδικαζόταν σε θάνατο ή εξοριζόταν από τη φυλή. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα μία ένδειξη της παλαιότητας του εθίμου: η απουσία κάθε προσευχής και σπονδής και το γεγονός ότι κανένα κομμάτι δεν καιγόταν στη φωτιά για χάρη του θεού (και τα τρία αυτά στοιχεία χαρακτηρίζουν την τυπική μορφή της αρχαίας ελληνικής θ.). Προφανώς στα Βουφόνια διασώθηκε μια μορφή πρωτόγονου ωμοφαγικού δείπνου, το οποίο, όπως πιστεύουν οι εθνολόγοι, προηγήθηκε από κάθε ιδέα περί θεού. Μόνο αργότερα συνδυάστηκε η θ. αυτή με τον Δία Πολιέα, όταν η λατρεία του θεού αυτού καθιερώθηκε στην Αθήνα. Τα Βουφόνια τελούνταν ακόμα στα χρόνια του Αριστοφάνη, δηλαδή στο απόγειο της κλασικής περιόδου.
Ανάγλυφο από τον ναό του Ποσειδώνα στη Ρώμη, ιδιαίτερα αξιόλογο για την άψογη τεχνική του, που απεικονίζει τελετή θυσίας (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Σκηνή θυσίας σε ανάγλυφο του 3ου αι. π.Χ.
Ο βασιλιάς Μησά θυσιάζει τον πρωτότοκο γιο του στον θεό Κεμό, σε μικρογραφία του 14ου αι. (Κορσινιανή Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Θυσιαστήριο των Μάγια, του 8ου αι. μ.Χ., που ανακαλύφθηκε στο Παλένκε του Μεξικού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (ΑΜ θυσία, Α και ιων. τ. θυσίη)αιματηρή ή αναίμακτη προσφορά λατρευτικού χαρακτήρα σε θεότητανεοελλ.1. η εκούσια στέρηση, η εγκατάλειψη υλικών ή ηθικών αγαθών που γίνεται για χάρη κάποιου άλλου ή για ορισμένο ευγενή σκοπό («έκανε θυσίες για να μεγαλώσει τα παιδιά της»)2. φρ. α) «γίνομαι θυσία»i) προσφέρω τον εαυτό μου για κάποιο σκοπό, θυσιάζομαιii) προσφέρω τα πάντα για να ευχαριστήσω κάποιονβ) «κάνω το κορμί μου θυσία» — θυσιάζομαγ) «θυσία στον Βάκχο» ή «στον Διόνυσο» — λέγεται περιπαικτικά για μεγάλη οινοποσίαδ) «θυσία στην Αφροδίτη» — λέγεται για αφροδισιασμόμσν.-αρχ.το θύμααρχ.1. ο τρόπος τής προσφοράς2. εορτή, πανήγυρη κατά την οποία γίνονταν και προσφορές προς τους θεούς3. ιεροτελεστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ- τού θύω (I)*. Δήλωνε αρχικά την αιματηρή προσφορά προς τους θεούς και το τραπέζι που επακολουθούσε. Απέκτησε τη μεταφορική σημασία αργότερα.ΠΑΡ. θυσιάζωαρχ.θύσιμος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυσιουργός. (Β' συνθετικό) ανθρωποθυσίααρχ.βουθυσία, ειδωλοθυσία, εκθυσία, ευθυσία, ιεροθυσία, ορνεοθυσία, ουλοθυσίανεοελλ.αδελφοθυσία, αιματοθυσία, αυτοθυσία, εθελοθυσία].
Dictionary of Greek. 2013.